γεροντοβρόσια

γεροντοβρόσια
και -μοίρια και -τρόφια, τα
κτήματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που κρατούσαν για τη συντήρηση τους οι γονείς, όταν μοίραζαν την περιουσία στα παιδιά τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γεροντομοίρι — το και μοίρια, τα βλ. γεροντοβρόσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέροντας + μοίρα «μερίδιο»] …   Dictionary of Greek

  • γεροντοτρόφια — τα βλ. γεροντοβρόσια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”